σοβαροβλέφαρος

σοβαροβλέφαρος
σοβᾰροβλέφᾰρος, ον,
A with haughty upraised eyebrows, supercilious, AP5.216 (Paul.Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σοβαροβλέφαρος — ον, Α αυτός τού οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος] …   Dictionary of Greek

  • σοβαροβλεφάρους — σοβαροβλέφαρος with haughty upraised eyebrows masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”